ἀλλοεθνῆ

ἀλλοεθνῆ
ἀλλοεθνής
of foreign nation
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀλλοεθνής
of foreign nation
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀλλοεθνής
of foreign nation
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελληνομάθεια — η 1. πλήρης γνώση τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας 2. (για αλλοεθνή) γνώση τής ελληνικής γλώσσας …   Dictionary of Greek

  • ελληνομαθής — ές 1. γνώστης τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας 2. (για αλλοεθνή) γνώστης τής ελληνικής γλώσσας …   Dictionary of Greek

  • ελληνόφωνος — η, ο (για αλλοεθνή) ελληνόγλωσσος …   Dictionary of Greek

  • Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”